τετηκα
Смотреть что такое "τετηκα" в других словарях:
τέτηκα — τήκω melt perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετήκασι — τετήκᾱσι , τήκω melt perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) … Dictionary of Greek